γαυλος

γαυλος
    I.
    γαυλός
    ὅ
    1) подойник Hom.
    2) ведро Her.
    3) чашка Theocr.
    4) пчелиный улей Anth.
    5) Plut. = γαῦλος См. γαυλος
    II.
    γαῦλος
     (финикийский) грузовой корабль Her., Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γαυλος" в других словарях:

  • γαυλός — γαυλός, ο (Α) 1. αμολγεύς, καρδάρα 2. κουβάς για άντληση νερού 3. οποιοδήποτε σκεύος με στρογγυλό σχήμα 4. κούπα τού κρασιού 5. κυψέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γαυλός και γαύλος θα μπορούσαν να έχουν κοινή προέλευση. Εάν ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα,… …   Dictionary of Greek

  • γαύλος — γαῡλος, ο (Α) εμπορικό φοινικικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γαυλός* με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • γαυλός — milk pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῦλος — milk pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλοῖς — γαυλός milk pail masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλοί — γαυλός milk pail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλοῦ — γαυλός milk pail masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλούς — γαυλός milk pail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλῶν — γαυλός milk pail masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλῷ — γαυλός milk pail masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλόν — γαυλός milk pail masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»